Λιάτικο

Η ποικιλία Λιάτικο απλώνεται σε 30.000 στρέμματα (σύμφωνα με στοιχεία ΥΑΑΤ 2015), τη συναντάμε κυρίως στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη αλλά και στην επαρχία Μαλεβιζίου. Είναι η ποικιλία που κάνει τον ΟΠΑΠ Δαφνές. Αποτελεί μαζί με την ποικιλία Μανδηλαριά την πιο παλιά ερυθρή ελληνική ποικιλία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Sommer, που πέρασε από την Κρήτη στα 1590, ένα βαρέλι Λιάτικο αγοραζόταν τρεις κορώνες και συμμετείχε τους περασμένους αιώνες στην παραγωγή του οίνου Μαλβαζία.

Η ονομασία Λιάτικο, κατά την κυρίαρχη εκδοχή, προέρχεται από τον Ιούλιο –Ιουλιάτικο – λιάτικο, επειδή, ως πολύ πρώιμη (η πρωιμότερη του ελληνικού αμπελώνα), ωριμάζει τα σταφύλια κατά το δεύτερο ή τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Μπορούμε δηλαδή να το πούμε και «σταφύλι του Ιουλίου».

Το Λιάτικο είναι ποικιλία ανθεκτική στην ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες, ζωηρό, εύρωστο, γόνιμο και παραγωγικό. Έχει μέτρια ανθεκτικότητα στον περονόσπορο, είναι ευαίσθητο στην όξινη σήψη και δέχεται κλάδεμα κοντό. Οι ρόγες του είναι μέσου μεγέθους, σφαιρικές, με φλοιό λεπτό κυανομέλανου χρωματισμού με σάρκα άχρωμη, μαλακή, εύχυμη. Δεν είναι από τις πλούσιες σε χρώμα ποικιλίες και δεν προσφέρεται για κρασιά μακράς παλαίωσης αλλά μπορεί να δώσει εξαιρετικά γλυκά κρασιά. Το χρώμα του ξεκινάει από ανοιχτό κόκκινο, σχεδόν τριανταφυλλί, και φθάνει σε βαθύ κόκκινο, του κερασιού.

Ανάλογα με την περιοχή που καλλιεργείται δίδει άλλοτε πλούσιο και άλλοτε μέτριο σε σάκχαρα γλεύκος, με αποτέλεσμα να έχουμε σχετικά υψηλό αλκοολικό τίτλο. Είναι ευοξείδωτη ποικιλία, το ερυθρό χρώμα του κρασιού γίνεται με το πέρασμα του χρόνου καστανό, χάνει τη δροσερότητα και τη φρεσκάδα του και αποκτά οργανοληπτικούς χαρακτήρες, χαρακτηριστικούς της οξειδωτικής αυτής αλλοίωσης.

Σαν γλυκό κρασί, η ποικιλία Λιάτικο βγάζει όλη τη δύναμη της και είναι από τις καλύτερες Ελληνικές ποικιλίες για την παραγωγή λιαστών γλυκών κρασιών.