Ε μ π ό ρ ι ο ο ί ν ο υ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ε μ π ό ρ ι ο ο ί ν ο υ
Από πολύ νωρίς τα μινωικά καράβια ξανοίχθηκαν στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, για τη δημιουργία εμπορικών σχέσεων κυρίως με την κοσμοπολίτικη πόλη της Συρίας, την Ugarit. Οι Κρήτες, σύμφωνα με τους ερευνητές, είχαν «εμπορικό ακόλουθο», αναγνωρισμένο από τις τοπικές αρχές, από τον 17ο αιώνα π.Χ. Αυτή η διαπίστωση των ερευνητών αναφέρεται από τον Θουκυδίδη ως μινωική θαλασσοκρατορία.
To εμπόριο του Οίνου στην Εποχή του Χαλκού
Ο μεσογειακός κόσμος συμβατικά έχει διαχωριστεί από τους ερευνητές σε «πολιτισμούς της μπίρας» στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο και σε «πολιτισμούς του κρασιού» στη Συροπαλαιστίνη και την Κρήτη (από τα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετίας).
Σε πινακίδες της γραμμικής Α και Β γραφής συναντάμε, σχεδόν αναλλοίωτο από το 1800 έως το 1200 π.Χ., ένα ιδεογραφικό σημείο στο οποίο έχει αναγνωρισθεί το ιδεόγραμμα του κρασιού. Η πληθώρα ληνών, αγγείων αλλά και αρχαιοβοτανικών καταλοίπων (κουκούτσια κ.λπ.), που οι ερευνητές συσχετίζουν με το κρασί, δείχνει πως υπήρχε καλλιέργεια αμπελιού και παραγωγή οίνου με διαχρονικό και συμβολικό κύρος.
Ελάχιστες είναι οι γραπτές μαρτυρίες της Εποχής του Χαλκού από τον αιγιακό χώρο. Στην Κύπρο έχουν βρεθεί ψευδόστομοι αμφορείς μικρού και μεγάλου μεγέθους που επιβεβαιώνουν την αμφίδρομη εξαγωγή υγρών (πιθανότατα και οίνου) από τα δύο νησιά. Στο λιμάνι του Κομμού βρέθηκαν αγγεία στα οποία ανιχνεύθηκαν, σύμφωνα με ανακοίνωση του εργαστηρίου Αρχαιομετρίας του «Δημόκριτου», υπολείμματα κρασιού και προέρχονται από το Δέλτα του Νείλου στην Αίγυπτο.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν πως την Εποχή του Χαλκού υπήρχαν εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις της Κρήτης με πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου αλλά δεν εντοπίζονται ασφαλή στοιχεία για το εμπόριο οίνου μεταξύ τους. Ούτε αν η Κρήτη έκανε εξαγωγές ή εισαγωγές οίνου. Στην μινωική τέχνη είναι σπανιότατη η αναπαράσταση αμπελιών αλλά η πληθώρα των εγκαταστάσεων οινοποίησης και τα σκεύη που εντοπίσθηκαν στα μινωικά οικιστικά κέντρα αυτά δείχνουν πως το αμπέλι και το κρασί κοσμούσε το μινωικό τραπέζι.
To εμπόριο του Οίνου στην Ελληνορωμαϊκή Εποχή
Aπό τα μυκηναϊκά χρόνια ο οίνος έχει ήδη περάσει στη βασική τριάδα τροφών. Με τους αποικισμούς που ξεκινούν από τον 8ο π.Χ. αιώνα, η Μεσόγειος σταδιακά μετατρέπεται σε “ελληνική λίμνη”. Έτσι, με την αύξηση των αστικών πληθυσμών αυξάνεται ανάλογα και η ζήτηση του κρασιού. Αναπτύσσεται το εμπόριο από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές και ένα μακρινό εμπόριο, συχνά ποιοτικότερων οίνων, προς πιο μακρινούς προορισμούς. Πολλά είδη ελληνικών οίνων αναφέρονται στη βιβλιογραφία και, όπως δείχνουν επιγραφές που βρέθηκαν στη Θάσο, δημιουργούνται πρότυπα που καθορίζουν το εμπόριο, τη διακίνηση του οίνου και τον έλεγχο πιστοποίησης της ποιότητάς του. Ένα στοιχείο που διαχώριζε την αντίληψη των Ελλήνων για το κρασί σε σχέση με τους άλλους πολιτισμούς, ήταν η συνήθεια της αραίωσης του με νερό πριν την κατανάλωση σε ιδιωτικό δείπνο ή συμπόσιο. Σε ότι αφορά την Κρήτη είναι γνωστή η εγχώρια κατανάλωση οίνου. Μερικές ενσφράγιστες λαβές αμφορέων που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια μαρτυρούν εξαγωγή κρητικού κρασιού τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Με την επικράτηση των Ρωμαίων στην Κρήτη αρχίζει μια περίοδος πολιτικής σταθερότητας, αφού οι πόλεμοι μεταξύ των πόλεων σταμάτησαν και η πειρατεία εξουδετερώθηκε. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. η κρητική οινοπαραγωγή παίρνει νέα τροπή. Η τεράστια κατανάλωση κρασιού στη Ρώμη οδηγεί στη χρυσή εποχή της κρητικής οινοπαραγωγής. Οι πεδιάδες και οι λόφοι της Κρήτης μετατρέπονται σε τεράστιους αμπελώνες, οι οποίοι φτάνουν μέχρι και σε υψόμετρα 800 μέτρα στον Ψηλορείτη, όπως δείχνουν τα πατητήρια και οι τραφιασμένοι περίβολοι. Ο πιο γνωστός οίνος είναι ο γλυκύς κρητικός (Passum Creticum των Λατίνων συγγραφέων), παρασκευασμένος με φυσικό τρόπο, κατά τον Διοσκουρίδη, δηλαδή από γλεύκος σταφυλιών που παρέμεναν μετά τον τρύγο εκτεθειμένα μερικές μέρες στον ήλιο, ώστε να ευνοηθεί η πλήρης και προχωρημένη ωρίμανση των σταφυλιών. Τα κρητικά κρασιά ταξιδεύουν σε πήλινα αγγεία, τους γνωστούς κρητικούς αμφορείς, προς την Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική. Στην Πομπηία μαρτυρείται κρητικό κρασί καλής ποιότητας και στη Νεάπολη Λύττιος οίνος. Εγκαταστάσεις ωρίμανσης σταφυλιών (οψιγιάδες) σώζονται στον Ψηλορείτη (Κάλυβος) σε μεγάλο υψόμετρο δίπλα σε σταφυλοπιεστήρια
To εμπόριο του Οίνου κατά την Ενετοκρατία στην Κρήτη
Κατά τα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη (μετά το 1211) οι αγροτικές περιοχές βρισκόταν τον περισσότερο καιρό σε εξέγερση, οπότε δεν υπήρξε ενδιαφέρον για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων.
Αργότερα, κατά τον 15ο αι., η ζήτηση των ονομαστών γλυκών κρασιών της Κρήτης από την Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη οδήγησε στην επέκταση των καλλιεργειών στην ύπαιθρο. Η αμπελοκαλλιέργεια ήταν προσοδοφόρα λόγω των εξαγωγών κρασιού και έτσι σιγά-σιγά οι Κρητικοί αμπελουργοί εξειδικεύτηκαν στην καλλιέργεια «βενετσιάνικου αμπελιού», δηλαδή περιποιημένου για παραγωγή ποιοτικών και προς εξαγωγή οίνων.
Οι Ενετοί, αντιλαμβανόμενοι τη σημασία της διακίνησης του κρητικού κρασιού σε όλο τον τότε κόσμο, ενίσχυσαν τη φήμη του με σκοπό να το προωθήσουν σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, μιας και το κρασί ήταν περιζήτητο τον Μεσαίωνα από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Ευρώπης. Οργάνωσαν νηοπομπές από την Αίγυπτο και τη Συρία με ενδιάμεσο σταθμό το λιμάνι του Χάνδακα, αλλά και προς την Ανατολή, τον Βόσπορο, τις εκβολές του Δούναβη και την πόλη Λβοφ ή Λβιβ, η οποία είναι σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Ενθάρρυναν τους κατοίκους να φυτεύουν νέα αμπέλια, να αντικαθιστούν τα γερασμένα, και παραχώρησαν εκτάσεις γης σε όσους ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν συστηματικά με την αμπελοκαλλιέργεια. Στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα, σε παράκτιες ή ορεινές περιοχές, καλλιεργούνταν αμπέλια και αυξανόταν συνεχώς η παραγωγή κρασιού.
Μελετητές χαρακτηρίζουν το πρώτο μισό του 15ου αιώνα ως «μισό αιώνα ευδαιμονίας». Η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε και κορυφώθηκε τον επόμενο αιώνα. Το κρητικό κρασί «μαλβαζία» ήταν ονομαστό και εξαγόταν με νηοπομπές εμπορικών πλοίων σε πολύ μεγάλες ποσότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη, ως τη μακρινή Αγγλία. Περιηγητές αναφέρουν ότι οι εξαγωγές κρασιού από την Κρήτη το 1573 ανέρχονταν σε 10.000-12.000 τόνους.
Ο περιηγητής Buondelmonti Christoforo στα 1415 αναφέρει πως «τα πλοία φτάνουν εδώ (Χάνδακα) από όλα τα μέρη του κόσμου και φορτώνουν, κάθε χρόνο, το λιγότερο είκοσι χιλιάδες βαρέλια κρασί, εξαιρετικής ποιότητας».
Το εμπόριο του Οίνου τους τελευταίους δυο αιώνες
Παρά τις όποιες προσπάθειες να διατηρηθεί η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοπαραγωγή στην Κρήτη επί τουρκοκρατίας, δε μπόρεσε να παραμείνει στα επίπεδα της ενετοκρατίας. Έτσι, μετά το 1821, οι Κρητικοί όχι μόνο δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους αλλά κάνουν εισαγωγή κρασιού. Επί Αιγυπτιοκρατίας, γίνεται προσπάθεια να τονωθεί η καλλιέργεια αμπελιών, φυτεύονται νέα κλήματα, με αποτέλεσμα να έχουμε αύξηση στην παραγωγή σταφίδας, αλλά και κρασιού, και να σταματήσουν οι εισαγωγές.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, παρά τα προβλήματα μετακίνησης των προϊόντων λόγω της έλλειψης ασφαλών δρόμων, η φυλλοξήραπου πλήττει τους αμπελώνες της Δ. Ευρώπης θα γίνει η αιτία να αρχίσουν πάλι οι εξαγωγές σε κρητικά κρασιάαλλά και κρητική ρακή. Στα 1878 η εξαγωγή κρασιού φτάνει τους 12 χιλιάδες τόνους,όσους δηλαδή και επί ενετοκρατίας. Παράλληλα, γίνεται εξαγωγή σταφίδας, που συναγωνίζεται τις εξαγωγές κρασιού σε Ρωσία, Κωνσταντινούπολη, Αίγυπτο, και εξαγωγή ρακής, λιγότερη σε σύγκριση με το κρασί και τη σταφίδα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Αυτονομίας στην Κρήτη, καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για την οικονομική ανασυγκρότηση του νησιού. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής το ενδιαφέρον στρέφεται στην ανάπτυξη της γεωργίας. Έτσι, ιδρύονται γεωργικοί σταθμοί, οι καλλιέργειες προστατεύονται με νομοθετικά διατάγματα, λειτουργεί γεωργική υπηρεσία και πραγματοποιούνται εκθέσεις για την προβολή των αγροτικών προϊόντων του νησιού.
Ανάμεσα σε όλα αυτά η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποίηση αποτελούν μέρος της οικογενειακής αγροτικής απασχόλησης, οι εξαγωγές περιορίζονται και το περίσσευμα του κρασιού γίνεται πολλές φορές κονιάκ ή άλλα οινοπνευματώδη προϊόντα. Η προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών καλλιέργειας είναι εμφανής. Φυτεύονται ανθεκτικότερες ποικιλίες κλημάτων και γίνεται χρήση λιπασμάτων σε περιορισμένο βαθμό. Παράλληλα, οι οινοπαραγωγοί και οι οινέμποροι συστήνουν σωματείο με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών δικαιωμάτων και την εξασφάλιση καλύτερης τιμής πώλησης του κρασιού.