Η I σ τ ο ρ ί α T η ς Α μ π έ λ ο υ κ α ι Τ ο υ Ο ί ν ο υ
Στους αμπελώνες του Ηρακλείου εντοπίζονται ίχνη οινοπαραγωγής που χρονολογούνται στη μινωϊκή εποχή. Πατητήρια (ληνοί και υπολήνια), σχετικές παραστάσεις σε πίθους και αγγεία αποδεικνύουν πόσο σημαντική ήταν η καλλιέργεια αμπελιού και η οινοποίηση για τους Κρήτες της εποχής.
Στο πέρασμα των αιώνων, η σχέση αυτή ενδυναμώνεται, εντατικοποιείται και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας τα περίφημα κρητικά κρασιά εξάγονται σε όλη την Ευρώπη.
Σήμερα, το εύκρατο κλίμα της περιοχής, συνεχίζει να δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την καλλιέργεια αμπελιού στο Ηράκλειο αλλά και την υπόλοιπη Κρήτη.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Τ η ς Α μ π έ λ ο υ κ α ι τ ο υ Ο ί ν ο υ
Η Άμπελος και ο Οίνος στη Μινωική εποχή
Ο κρητικός αμπελώνας είναι από τους παλαιότερους στον κόσμο και ο αρχαιότερος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου. Χαρακτηρίζεται από τον ποικιλιακό πλούτο και τη σχετικά μεγάλη (για νησιώτικο αμπελώνα) έκταση (230.000 στρ. περίπου). Η Κρήτη, από τη Νεολιθική εποχή, κατοικήθηκε από λαούς που μετανάστευσαν από την περιοχή του Καυκάσου πριν από 8-9.000 χρόνια (πρώιμη αγροτική μετανάστευση) και ο μινωικός πολιτισμός πιθανότατα αναπτύχθηκε από τον αυτόχθονα πληθυσμό της Εποχής του Χαλκού. Συνακόλουθα, οι καλλιεργούμενες γηγενείς ποικιλίες αμπέλου της Κρήτης (Vitis vinifera spp sativa) προήλθαν είτε από τους πληθυσμούς της άγριας αμπέλου (Vitis vinifera spp sylvestris), με την Κρήτη να αποτελεί πρώιμο δευτερογενές κέντρο δημιουργίας ποικιλιών αμπέλου, είτε από την καυκασιανή άμπελο (Vitis vinifera spp caucasica).
Τα πρώτα κατάλοιπα στην Κρήτη, όπως γίγαρτα (κουκούτσια), μίσχοι, φλοιοί σταφυλιών, που σώζονται στις στρωματογραφίες των αιγιακών εγκαταστάσεων της Εποχής του Χαλκού, βρέθηκαν στο Μύρτο Ιεράπετρας, στη θέση Φούρνου Κορυφή, και χρονολογούνται στα 2600-2000 π.Χ.
Στην ανατολική Κρήτη έχουν βρεθεί σε αρκετές θέσεις κυρίως πήλινοι, πέτρινοι αλλά και κτιστοί ληνοί (πατητήρια) της μινωικής εποχής. Η εύρεση πήλινων ληνών στο Βαθύπετρο Αρχανών, στη Ζάκρο και σε άλλες θέσεις, αλλά και λίθινου ληνού στον Πετρά Σητείας, αποδεικνύουν ότι η καλλιέργεια αμπελιού και η οινοποίηση ήταν σημαντική προτεραιότητα των Μινωιτών.
Γεωμετρική, Αρχαϊκή, Κλασική Εποχή
Μετά την κατάρρευση των πολιτισμών της ανατολικής Μεσογείου και τη συνακόλουθη παρακμή του μινωικού πολιτισμού, πέρα από την Κρήτη, άρχισαν σιγά-σιγά να αναπτύσσονται και άλλα εμπορικά κέντρα στον ελληνικό χώρο. Πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως η Μακεδονία, η Θράκη και το νησί της Θάσου επωφελήθηκαν από αυτήν την παρακμή και ανέπτυξαν την παραγωγή οίνου και την εξαγωγή του. Στο Μουσείο της Θάσου υπάρχουν επιγραφές που μαρτυρούν το εμπόριο και τη διακίνηση του οίνου και κάνουν λόγο για τον έλεγχο της ποιότητάς του. Στο ίδιο Μουσείο βρίσκεται σήκωμα (όργανο ογκομέτρησης) με δύο σημάνσεις: ΟΙΝΗΡΑ και ΗΜΙΑΜΦΟΡΙΝ. Άλλη επιγραφή του ίδιου Μουσείου αναφέρεται στην απαγόρευση της νόθευσης (κράσης) του οίνου και, με σκοπό την προστασία του καταναλωτή, φαίνεται να επιβάλει πρόστιμο σε όποιον το κάνει: για όποιον αγοράζει οίνο (άκρατο όχι κεκραμένο) σε πιθάρια, η αγορά θα είναι έγκυρη μόνο εάν τα πιθάρια έχουν σημανθεί.
Η Δωρική Κρήτη, τμήμα του Ελλαδικού χώρου, είχε ιδιαιτερότητες αλλά υπήρχαν επιρροές από την υπόλοιπη Ελλάδα. Η εξάπλωση του ναυτεμπορίου από τις πόλεις-κράτη σε όλη τη Μεσόγειο λόγω της αποικιακής εξάπλωσης είχε σαν συνέπεια και την εξάπλωση της αμπελοκαλλιέργειας σ’ όλες τις χώρες της Μεσογείου, όπως την Κάτω Ιταλία, την Ετρουρία και τη Μασσαλία, καθώς η ζήτηση οίνου ήταν μεγάλη και οι εξαγωγές του έπρεπε να είναι ανάλογες των απαιτήσεων.
Σημαντικές είναι επίσης οι πληροφορίες που παρέχουν οι πηγές σχετικά με την κατανάλωση του κρασιού στα συσσίτια. O Πλάτων, σε σχετικό απόσπασμα των Νόμων, μάς πληροφορεί ότι, στην Κρήτη και στη Σπάρτη απαγορευόταν εντελώς η οινοποσία. Επίσης, από το νόθο έργο του ιδίου “Μίνως”, έχουμε τη μαρτυρία ότι κατά τα συμπόσια στην Κρήτη υπήρχε νόμος ο οποίος απαγόρευε την υπερβολική κατανάλωση κρασιού που οδηγούσε στη μέθη (μη συμπίνειν άλλήλοις εις μέθην) – παρατηρείται μάλιστα επιπροσθέτως ότι και σε αυτό οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν το παράδειγμα των Κρητών (μαθόντες παρά Κρητών).
Ελληνορωμαϊκά Χρόνια
Η Κρήτη υπήρξε κοιτίδα του μεσογειακού τριπτύχου: αμπέλι, ελιά, στάρι. Χάρη στις ευνοϊκές μικροεδαφικές συνθήκες και την τεχνογνωσία που πρόσφερε η μακρόχρονη αμπελοοινική παράδοση στο νησί, η οινοφόρος άμπελος παρήγαγε εξαιρετικά σταφύλια και πολύ ποιοτικό κρασί.
Από τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Λύττο ή τη Γόρτυνα το κρασί συνόδευε τα καθημερινά γεύματα, τις θρησκευτικές τελετές και γιορτές των κατοίκων. Οι πολίτες αμπελουργοί ή οινοπαραγωγοί πλήρωναν σαν φόρο στην πόλη–κράτος, μεταξύ άλλων προϊόντων, μούστο (γλεύκος) και η πόλη πλήρωνε τους μισθούς των ελεύθερων πολιτών αλλά και των δούλων με το ίδιο προϊόν. Άρα στην Αρχαία Κρήτη το γλεύκος μπορούσε να αντικαταστήσει το νόμισμα.
Η εσωτερική ειρήνη και η καταπολέμηση της πειρατείας μετά τον 1ο π.Χ. αιώνα που οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν την Κρήτη, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη χρυσή εποχή της κρητικής οινοπαραγωγής. Ο Γλυκύς Κρητικός οίνος ή ο Passum Creticum των Λατίνων συγγραφέων ταξίδευε εύκολα, χωρίς απώλειες από την πειρατεία. Η παραγωγή αυτού του λιαστού γλυκού οίνου με φυσικό τρόπο διευκολύνεται από την ύπαρξη υπαίθριων πατητηριών όπου το λιάσιμο ήταν εύκολο. Σώζονται εκατοντάδες ληνοί, υπολήνια και πιεστήρια λαξευτά αλλά και κτιστά σε όλη την έκταση του νησιούακόμα και σε υψόμετρα πάνω από 800 μέτρα στον Ψηλορείτη. Στον Άγιο Θωμά, στο Σοκαρά, στου Καλού, στην Παλιανή, στον Πρινιά Μαλεβιζίου, στο Σμάρι, στην Κάλυβο και τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου λαξευτές και κτιστές δομές οινοποίησης αποτελούν ισχυρότατες ενδείξεις για καλλιέργεια αμπελιών και οινοποίησης. Παρά την έλλειψη συστηματικών αρχαιολογικών ερευνών στους ίδιους τους χώρους οινοποίησης, η γειτνίαση των χώρων αυτών με εγκαταστάσεις Ελληνορωμαϊκής περιόδου πιθανότατα προσδιορίζει και την εποχή λειτουργίας τους.
Οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως 17 αποθέτες εργαστηρίων παραγωγής αμφορέων σε 13 παράλιες περιοχές του νησιού και οι τέσσερις χαρακτηριστικοί τύποι αμφορέων των κρητικών κεραμοποιών εντοπίζονται σε πολλές περιοχές της Μεσογείου.
Βυζαντινά χρόνια - ενετοκρατία
Οι Βυζαντινοί συνέχισαν την καλλιέργεια αμπελώνων. Άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα νέο εργαλείο, το λισγάριον (φτυάρι), και μας παρέδωσαν ένα νέο όνομα για τον οίνο, το «κρασίν». Πολλά μαγαρικά (εμπορικοί αμφορείς) έχουν βρεθεί σε ναυάγια, όπως εκείνο κοντά στη νησίδα Δίας, και κάποια από αυτά εκτίθεται στο μουσείο ενάλιων αρχαιοτήτων στο θαλάσσιο φρούριο Ηρακλείου.
Οι Βυζαντινοί, σύμφωνα με τον Φαίδωνα Κουκουλέ, χρησιμοποιούσαν πολλά είδη οίνου και έκαναν πολλές αναμείξεις. Είχαν λευκούς, ξανθούς, ερυθρούς και μαύρους, παχείς και λεπτούς, στύφοντες ή αυστηρούς και γλυκίζοντες, ανάλογα δε με την ηλικία τους, παλαιούς, ή με το άρωμα τους, ευώδεις ή εύοσμους. Φαίνεται επίσης ότι γνώριζαν και τον ρητινίτην οίνον. Ο ίδιος αναφέρει ότι, ανάλογα με τον τόπο προέλευσης τους, είναι γνωστοί και ο ευώδης Θάσιος, ο Χίος, ο Ικάριος, ο Πράμνειος, ο Κώος, ο Ρόδιος, ο Σάμιος, ο Νάξιος, ο Θηραίος και ο γλυκύς Κρητικός.
Αργότερα, μετά την αγορά της Κρήτης από του Βενετούς, στα οινοπέδιά της διαμορφώνονται σπουδαία αμπελοτόπια και παράγεται ο ονομαστός οίνος του μεσαίωνα, η μαλβαζία. Αν στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα το κρητικό κρασί, σύμφωνα με την μαρτυρία του περιηγητή Simon Symeonis, ήταν φημισμένο και ταξίδευε σε όλο το κόσμο, στα μέσα του 15ου αιώνα η βενετική σύγκλητος δήλωνε επίσημα ότι το κρασί ήταν ο πλούτος και η αναπνοή των κατοίκων του νησιού. Ειδικά η κρητική μαλβαζία έγινε ονομαστή και, μαζί με άλλα κρητικά κρασιά, εξαγόταν στις αγορές της Ευρώπης και της Ανατολής: σε Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Πορτογαλία, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Μαύρη Θάλασσα. Ο Cristoforo Buondelmonti στα 1415 σημειώνει πως, από το λιμάνι της Candia (σημερινό Ηράκλειο) τα πλοία που φτάνουν από όλα τα μέρη του κόσμου φορτώνουν, κάθε χρόνο, το λιγότερο είκοσι χιλιάδες βαρέλια κρασί εξαιρετικής ποιότητας. Και ο περιηγητής Pierre Bellon αναφέρει πως, οι εξαγωγές κρασιού το 1573 από την Κρήτη ανέρχονταν σε 10.000-12.000 τόνους.
οθωμανικά χρόνια
Στο νησί του κρασιού, την Κρήτη, το εμπόριο έφτασε στην ακμή του τον 16ο αιώνα. Μετά το 1570, οι Βενετοί άρχισαν βίαια να ξεριζώνουν τα αμπέλια για να φυτευτούν τα χωράφια με σιτηρά, εν όψει της επερχόμενης οθωμανικής απειλής. Η εμφάνιση οικονομικής ύφεσης στην Ευρώπη και η έναρξη της παραγωγής γλυκού κρασιού στη δυτική Μεσόγειο μείωσαν τη ζήτηση για αγαθά πολυτελείας από την ανατολική Μεσόγειο, όπως το γλυκό κρασί της Κρήτης. Έτσι η αγορά του κρασιού προσέλαβε ένα τοπικό και περιφερειακό χαρακτήρα.
Μετά την πτώση του Χάνδακα στους Οθωμανούς (1669), το κρασί παράγεται κυρίως για τοπική χρήση, εξάγονται σταφίδες κυρίως στη Γαλλία και η Κρήτη γίνεται νησί του λαδιού. Σταδιακά ο γενετικός πλούτος των ποικιλιών αμπέλου μειώνεται. Ο Pockocke το 1773 καταγράφει 72 είδη σταφυλιών (ποικιλιών) και ο Sieber το 1823 αναφέρει 37 ποικιλίες αμπέλου. Το κρασί καταναλώνεται τοπικά και η ποιότητα του καλύπτει τοπικές ανάγκες. Λείπουν επομένως οι ποιότητες που απαιτούσαν οι εξαγωγικές ανάγκες του προϊόντος.
Τα νοταριακά έγγραφα του 17ου αιώνα δείχνουν πως η Κρήτη δεν ήταν πια σταθμός στο εμπόριο Ανατολής και Δύσης, αλλά αποτελούσε τμήμα ενός πυκνού δικτύου τοπικών συναλλαγών, με την Κωνσταντινούπολη και τα αιγυπτιακά λιμάνια να δέχονται μεγάλο μέρος των κρητικών εξαγωγών. Σιγά-σιγά το λάδι αντικαθιστά το κρασί στις αγορές αυτές αλλά και στα νησιά του αρχιπελάγους, και οι ελιές αντικαθιστούν τα αμπέλια στην κρητική ύπαιθρο, σε ένα παιχνίδι εναλλαγής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σημαντικό ρόλο στη στασιμότητα στο θαλάσσιο εμπόριο έπαιξε και η πειρατεία, αφού οι εμπορικές αποστολές δεν προστατεύονταν με πολεμικές γαλέρες, όπως κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας.
Μια περίοδος εγκατάλειψης των αμπελώνων παρουσιάζεται κατά τη δεκαετία 1821-1830 λόγω των πολεμικών γεγονότων, με αποτέλεσμα το 1833 οι εισαγωγές κρασιού να φτάσουν τις 35.000 οκάδες. Τη δεκαετία 1830-1840 ξαναφυτεύτηκαν 16.000 στρέμματα αμπέλια, οπότε υπήρξε αύξηση παραγωγής κρασιού και σταμάτησαν οι εισαγωγές.
Τελευταίοι δύο αιώνες
Η Κρήτη διαθέτει ένα μοναδικό γεωμορφολογικό χαρακτηριστικό: Η κατεύθυνση του νησιού αλλά και η ραχοκοκαλιά των βουνών της συμπίπτει με την κατεύθυνση που ακολουθεί ο ήλιος στο ημερήσιο διάβα του. Έτσι ο ήλιος χαϊδεύει απαλά τα αμπελοτόπια με διάρκεια και η θάλασσα με την αύρα της, τα καλοκαιρινά μελτέμια, δροσίζει τα κλήματα μετατρέποντάς τα σε μοναδικά Οινοπέδια.
Με την αποχώρηση των Οθωμανών στο τέλος του 19ου αιώνα παρατηρείται μια ιδιαίτερη ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας, κυρίως στην περιοχή του Ηρακλείου (Μαλεβίζι) και των Χανίων (Ασκύφου, Κίσαμος).
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας ιδρύονται γεωργικοί σταθμοί σε Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο και Λασίθι. Σύμφωνα με τους ερευνητές, στις αρχές του 20ού αιώνα, καλύτεροι οίνοι ήταν ο λεπτός, εύγευστος, με ιδιάζον φυσικό άρωμα και χρυσοκίτρινο χρώμα όταν πάλιωνε, «Μαλβαζίας οίνος», της επαρχίας Μαλεβιζίου,και ο «μαύρος οίνος», των Αρχανών. Η τιμή του μαλεβιζιώτικου κρασιού ήταν πολλαπλάσια από αυτήν του αρχανιώτικου.
Σταδιακά η αμπελοκαλλιέργεια επεκτείνεται και, στα μέσα του 20ού αιώνα, τα σταφιδάμπελα εκτοπίζουν τα οινάμπελα, γιατί η διαδικασία για παραγωγή της σταφίδας και οι τιμές πώλησης ευνοούσαν αυτήν την εξέλιξη. Οι κυματιστοί λόφοι νότια του Ηρακλείου προσφέρουν πλούτο στους καλλιεργητές τους και εκείνοι «κατακτούν» την πόλη του Ηρακλείου.
Η κάμψη στην αγορά της σταφίδας οδήγησε σε μία ακόμα στροφή προς τα οινάμπελα. Είναι η εποχή στην οποία οι νέοι παραγωγοί ξεκινούν μια οινική επανάσταση. Χαρισματικές ντόπιες ποικιλίες που κινδύνευαν με εξαφάνιση διασώζονται και δίπλα σε ξένες ποικιλίες πλουτίζουν το κρητικό Οινοπέδιο. Τα σταφύλια που παράγονται δίνουν εξαιρετικά αρώματα, χρώματα και γεύσεις. Η στροφή στην ποιότητα βασίζεται στη γνώση και την τεχνολογία, μα πάνω από όλα στα πλεονεκτήματα του ευλογημένου τόπου, που αξιοποιεί ντόπιες και ξένες ποικιλίες, δίνει συνέχεια στο όραμα των ανθρώπων της γης, στην οποία ξεκίνησε ο πρώτος ευρωπαϊκός πολιτισμός.