Μαλβαζία

Αναφορές σε κλήματα Μαλβαζίας έχουν εντοπιστεί σε συμβόλαια του 14ου και 16ου αιώνα, ενώ περιγράφονται και σε κείμενα ιστορικών του Μεσαίωνα. Στην Κρήτη σήμερα δεν διατηρείται ποικιλία με το όνομα αυτό, πέρα από κάποια μεμονωμένα κλήματα. Μαλβαζία καλλιεργείται ωστόσο στην Πάρο, σε έκταση περί τα 2.500 στρέμματα γύρω από το βουνό Προφήτης Ηλίας και έχει θεσπισθεί (2011) ΠΟΠ Malvasia Πάρου.

Κλήματα με το όνομα Malvasia di Candia και Malvasia Aromatica εισήχθησαν από την Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Περί τα 500 στρέμματα έχουν φυτευτεί έκτοτε στον Νομό Ηρακλείου. Με γενετικά και αμπελογραφικά κριτήρια επιχειρείται συσχέτιση των μεμονωμένων κλημάτων που έχουν βρεθεί στην Κρήτη με τη Malvasia Πάρου και με τη Malvasia di Candia και Malvasia Aromatica.

Η Μαλβαζία είναι ποικιλία κανονικής ζωηρότητας και ευρωστίας, παραγωγική, μεσοπρώιμη. Το σταφύλι είναι μέτριο έως μεγάλο, κυλινδρικό έως κυλινδροκωνικό, μέτριας πυκνότητας. Οι ρόγες είναι ισομεγέθεις, ελλειψοειδείς με φλοιό κίτρινο, μέτριο έως μεγάλο πάχος, με σάρκα πολύ γλυκιά, χυμώδη, με χαρακτηριστικό άρωμα.

Προσαρμόζεται εύκολα σε μεγάλη ποικιλία εδαφοκλιματικών συνθηκών. Παράγει άριστα σε ελαφρά, χαλικώδη, μέσης γονιμότητας, καλώς αποστραγγιζόμενα εδάφη. Είναι ευαίσθητη στην ξηρασία, στους θερμούς ανέμους, στο ωίδιο, τον περονόσπορο και τον βοτρύτη.

Η ποικιλία αυτή, πιθανότατα, είναι ο απόγονος της ποικιλίας του Μεσαίωνα που έδινε τον μυθικό οίνο Μαλβαζία.

Σε χειρόγραφο του Τζουάνε (Γιάννη) Παπαδοπούλου το οποίο σώζεται στο μουσείο Corer της Βενετίας γίνεται αναφορά σε «μαλβαζίες …που μόνο το χρώμα τους σου έφτιαχνε το κέφι, πριν ακόμα τις βάλεις στο στόμα, χρυσαφένιες όπως το φρεσκοκομμένο δουκάτο».

Η ποικιλία αυτή μας δίνει οίνους με πλούσια αρώματα, έντονη φρουτώδη γεύση και μοσχάτη επίγευση.