ΙΣΤΟΡΙΑ
Παραδοσιακά Επαγγέλματα
Οι Βαρελοποιοί του Ηρακλείου
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας το κρητικό κρασί ήταν περιζήτητο και οι εξαγωγές του έφταναν σε όλα τα γνωστά εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως η Πορτογαλία, η Φλάνδρα, η Αγγλία, ακόμη και η Πολωνία. Απαραίτητη προϋπόθεση για να μεταφερθεί με ασφάλεια το κρασί σε μακρινές αποστάσεις ήταν η κατασκευή στεγανών βαρελιών. Αυτό οδήγησε πολλούς από τους κατοίκους του Χάνδακα να στραφούν στην τέχνη του βαρελοποιού. Σε συμβολαιογραφικά έγγραφα της περιόδου καταγράφονται πλήθος παραγγελιών βαρελιών από εμπόρους, ιδιώτες αλλά και μοναστήρια, με όρο απαράβατο τη στεγανότητα των βαρελιών.
Το 1569 αποφασίστηκε η ίδρυση της πρώτης συντεχνίας βαρελοποιών, που αριθμούσε 70 άτομα. Στο πρώτο άρθρο του καταστατικού ορίζεται ως προστάτης άγιος της συντεχνίας ο Άγιος Μαρτίνος και κάθε χρόνο στις 11 Νοεμβρίου η συντεχνία όφειλε να οργανώνει γιορτή προς τιμήν του.
Στα 1617 οι βαρελοποιοί του Χάνδακα απέκτησαν στέγη στην εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας, της οποίας το δεύτερο κλίτος ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Μηνά. Πρόκειται για τον Μικρό Άγιο Μηνά, δίπλα ακριβώς από την μεγάλη εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο. Σταδιακά ως προστάτης άγιος της συντεχνίας αναφέρεται ο Άγιος Μηνάς των Ορθοδόξων και όχι ο Άγιος Μαρτίνος των Καθολικών, αφού αυτοί που ασκούσαν το επάγγελμα των βαρελοποιών ήταν Κρητικοί και όχι Βενετοί.
Σε άλλα ιστορικά έγγραφα ως χρονολογία ίδρυσης της συντεχνίας των βαρελάδων ή βαρελοποιών στην πόλη του Χάνδακα αναφέρεται το 1639.
Γνωστός βαρελοποιός και μέλος της συντεχνίας αυτής ήταν ο αδελφός του Δομίνικου Θεοτοκοπούλου, Μανούσος. Ο μεγάλος Κρητικός καλλιτέχνης ζωγράφισε μάλιστα έναν πίνακα που εικονίζει τον Άγιο Μαρτίνο και έναν επαίτη, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας τα βαρελάδικα ή βαρελτζίδικα βρίσκονταν στη οδό Μαρινέλλη και εκτείνονταν από το ιερό του Αγίου Δημητρίου έως την οδό Μητσοτάκη. Τα βαρέλια που κατασκεύαζαν χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή των κίτρων, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Κάποια από αυτά τα λειτουργούσαν μέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Βαρελάδικα
Στις αρχές του 19ου αιώνα στο Ηράκλειο υπήρχαν πολλά βαρελάδικα, δηλαδή χώροι κατασκευής και επιδιόρθωσης βαρελιών. Ξύλινα βαρέλια κατασκευάζονταν για τη ζύμωση του κρασιού αλλά και την αποθήκευση και τη μεταφορά του. Επίσης κατασκευάζονταν ξύλινα βαρελόσχημα και σκαφοειδή αντικείμενα. Για την κατασκευή των βαρελιών χρειάζονταν ειδικά εργαλεία.
Αρχικά κατασκευάζονταν με τη βοήθεια διαβήτη τα στρογγυλά καπάκια (φουντιά) και κόβονταν οι μονοκόμματες σανίδες του βαρελιού. Οι τεχνίτες είχαν διάφορων ειδών καλούπια και διάφορων μεγεθών διαβήτες. Στο κέντρο του βαρελάδικου δέσποζε η πλάνη, ξύλινη κατασκευή που στηριζόταν σε τρίποδο, πάνω στο οποίο ο τεχνίτης επεξεργαζόταν τις ξύλινες σανίδες (ντόγες) του βαρελιού. Τις ντόγες τις λύγιζαν στη φωτιά. Το σκαρωμένο βαρέλι, δηλαδή αυτό στο οποίο είχαν αρχικά τοποθετηθεί οι ντόγες μεταφερόταν σε διπλανή κατασκευή το βιντσάκι. Το βιντσάκι ήταν κατασκευασμένο από έναν κορμό δέντρου και μια σιδερένια τροχαλία με μοχλό περιστροφής. Έβαζαν το σκαρωμένο βαρέλι πάνω στον κορμό και με το συρματόσκοινο που πίεζε τις ντόγες έδινε την απαραίτητη καμπύλη. Ανάμεσα στις ντόγες έβαζαν αφράτο χόρτο που φούσκωνε με τη χρήση νερού και έτσι στεγανοποιούσε το βαρέλι. Η ολοκλήρωση κατασκευής του βαρελιού γινόταν με το σφίξιμο των χειροποίητων μεταλλικών δακτυλίων (τσερκιών) με σφυροκοπήματα και την τοποθέτηση των καπακιών (φουντιών).
Ακολουθούσε η δημιουργία οπών στην πάνω κυκλική πλευρά και η διεύρυνση τους τόσο για την εισροή του μούστου ή του κρασιού στο βαρέλι όσο και η τοποθέτηση κάνουλας για την εκροή του περιεχομένου. Πριν την πρώτη χρήση το βαρέλι ξεσκονιζόταν και πλενόταν με καυτό νερό ώστε να στεγανοποιηθεί ή πειράφτυλα (φυτίλια με θειάφι) αν ήταν χρησιμοποιημένο και είχε μείνει φέτσα (στρώμα λάσπης προηγούμενου κρασιού) για να απολυμανθεί από νεκρούς μύκητες μικρόβια κ.λπ. Τα βαρέλια τοποθετούνταν σε δροσερούς και καθαρούς χώρους προκειμένου να μη ξιδιάσει το κρασί. Αρκετές φορές σε παλιό βαρέλι έβαζαν νέο κρασί αλλά το κρασί οξειδωνόταν.
Δερμιτζίδικα
Στην αγροτική οικονομία της Κρήτης τον περασμένο αιώνα γινόταν χρήση πολλών μεταλλικών αντικειμένων. Έτσι σε κάθε σχεδόν χωριό υπήρχε ο σιδεράς ή χαρκιάς. Στο εργαστήριο του κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα για οικιακή και επαγγελματική χρήση.
Τα στάδια επεξεργασίας του μετάλλου περιελάμβαναν το πλάσιμο, το τρύπημα, τη συγκόλληση και το βάψιμο. Με το φυσερό ενίσχυαν τη φωτιά και αναπτύσσονταν οι απαιτούμενες υψηλές θερμοκρασίες για την πυράκτωση του μετάλλου. Στη συνέχεια ο σιδεράς μετέφερε με την τσιμπίδα το πυρακτωμένο μέταλλο στο αμόνι για να το σφυρηλατήσει. Το αμόνι διέθετε υποδοχές για κοπίδια, οι οποίες καθόριζαν πού θα γίνει το κόψιμο του μετάλλου με το σφυροκόπημα. Με τη διαδικασία της συγκόλλησης ενίσχυαν με ατσάλι τις μύτες και τα κοπτικά άκρα αιχμηρών εργαλείων. Το τελευταίο στάδιο, το βάψιμο, όπως ονομαζόταν, αποσκοπούσε στην ελεγχόμενη σκλήρυνση του μετάλλου ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν.
Ο σιδεράς κατασκεύαζε κλειδαριές, κλειδιά, παγίδες, σύρτες απαραίτητα για τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων.
Για τους τεχνίτες και τους επαγγελματίες (μαραγκούς, τεχνίτες, ξυλογλύπτες, εργάτες, χασάπηδες, γεωργούς, κτηνοτρόφους, σωμαράδες, τσαγκάρηδες κ.λπ.) κατασκευάζονταν παλάμες (φτυάρια), αξίνες, κασμάδες, τσάπες, σκαλίδες, σκαλιδάκια, μανάρια, μπαλτάδες, βίδες, σφυριά, κερκέλια, σουβλιά, διαβήτες, τσέρκια για βαρέλια, τσιμπίδες, πιρούνες, δρεπάνια, μεταλλικά μέρη αλετριού, υνιά, γωνιές, αλυσίδες, κ.λπ.
Ασκιτζήδες
Μίστατο περιεκτικότητα 9 οκάδες κρασί
Το εμπόριο του κρασιού άνθησε την Κρητοβενετική περίοδο. Η μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιούσαν ήταν το μίστατο, ένα πήλινο δοχείο περιεκτικότητας 9 οκάδων. Στον λαιμό του δοχείου υπήρχε τρύπα από την οποία έτρεχε το κρασί, ένδειξη πως είχε γεμίσει. Από τα δοχεία αυτά το κρασί μεταφερόταν σε ασκιά που ήταν το βασικό μέσο μεταφοράς ως το 1912 επίσημα και ανεπίσημα ως το 1945 τουλάχιστον. Μετά, στο λιμάνι ή στον προορισμό, το κρασί μεταφερόταν στα βαρέλια.
Τα ασκιά κατασκευάζονταν από δέρμα κατσικιού τα μικρά και από δέρμα τράγου τα μεγάλα. Στις προβιές των ζώων που προορίζονταν για ασκιά γινόταν μεγάλη επεξεργασία. Ο εκδοροσφαγέας (χασάπης) «έγδερνε» το ζώο με μεγάλη προσοχή προσπαθώντας να μην κάνει μαχαιριές στο δέρμα. Τα δέρματα παραλάμβαναν οι τεχνίτες που ονομάζονταν «ασκιτζήδες». Οι ασκιτζήδες επεξεργάζονταν τις προβιές και έραβαν τα πίσω και μπροστά πόδια, τα λεγόμενα μπουζούνια, τα οποία χρησίμευαν για να κρατούν το γεμάτο ασκί όταν το φόρτωναν. Στον λαιμό δημιουργούσαν την είσοδο από την οποία έμπαινε και έβγαινε το κρασί.
Για να ασκιάσουν το κρασί έβαζαν κάτω από την κάνουλα ένα μαστέλο (μεταλλικό δοχείο που τοποθετούσαν τα τσιγκάκια) για να μην χύνεται το κρασί. Γέμιζαν το μίστατο ως την τρύπα του λαιμού, ποσότητα 9 οκάδων και αυτό μεταφερόταν στο ασκί. Η τρύπα στον λαιμό του μίστατου λεγόταν και «κλεφτότρυπα» γιατί μερικές φορές κατά το άσκιασμα την έκλεινε με το δάκτυλο του ο έμπορος και έκλεβε το περιεχόμενο από την τρύπα και πάνω, του λαιμού δηλαδή. Βέβαια, σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά την μεταφορά των ασκιών από το χωριό (π.χ. Αρχάνες) στο λιμάνι, ο αγωγιάτης έπινε λίγο κρασί στη διαδρομή. Για να μη φανεί η απώλεια στο επόμενο ποταμάκι συμπλήρωνε την ποσότητα που αφαίρεσε με νερό. Κάποιες φορές τα βατράχια που βρίσκονταν μέσα στο κρασί είχαν αυτή την προέλευση.
Αργότερα η μέτρηση της χωρητικότητα των βαρελιών πέρασε στα σταμνιά. Ένα βαρέλι είχε χωρητικότητα 50 ή 30 σταμνιά.
Ασκί από δέρμα κατσικιού