Μαντηλάρι

Το Μαντηλάρι είναι από τις πλέον παλιές ελληνικές ποικιλίες, γηγενής του κρητικού αμπελώνα, πολυκλωνική, με εξάπλωση σε όλες σχεδόν τις αμπελουργικές περιοχές της Ελλάδας (σε 7 από τα 11 αμπελουργικά διαμερίσματα), με διάφορα συνώνυμα και παραλλαγές. Κύριες αμπελουργικές περιοχές για το Μαντηλάρι, όπως και για το Κοτσιφάλι, είναι η ΠΟΠ Αρχάνες, η ΠΟΠ Πεζά και η ζώνη ΠΟΠ Χάνδακας Candia.
Το όνομά του πιθανότατα προέρχεται από την κρητική λέξη «μαντήλα», κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών για προστασία από τον ήλιο κυρίως, αλλά και χρηστικό ύφασμα – πετσέτα την οποία έδεναν στη μέση και συχνά τοποθετούσαν σταφύλια. Ένα σταφύλι Μαντήλαρου μπορούσε να γεμίσει τη μαντήλα, την οποία έβαφε κάποιες φορές με το γλεύκος του και ίσως συνδέθηκε αυτό με την ονομασία του.
Πρόκειται για ποικιλία ζωηρή, παραγωγική, με σταφύλια μέτρια έως μεγάλα. Η ρόγα είναι επίσης μέτρια έως μεγάλη, σχεδόν σφαιρική, ενίοτε δισκοειδής, με φλοιό παχύ, ανθεκτικό, κυανομέλανου χρώματος με ιώδεις αποχρώσεις. Ορισμένοι κλώνοι δίνουν ένα ρουμπινί σε χρώμα κρασί με σταθερή γεύση, ιδιαίτερα αν καλλιεργούνται σε μεγάλα υψόμετρα.
Η συγκεκριμένη ποικιλία είναι ανθεκτική στο ωίδιο αλλά ευαίσθητη στον περονόσπορο και το βοτρύτη. Ευδοκιμεί και δίνει πολύ καλής ποιότητας οινικά προϊόντα σε ελαφρά, χαλικώδη, ξηρά εδάφη και μεγάλο υψόμετρο.
Το Μαντηλάρι δίνει οίνους μέσου έως χαμηλού αλκοολικού τίτλου, υψηλής οξύτητας και πλούσιoυς σε χρώμα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποικιλίας είναι η παραγωγή οίνων με έντονο κόκκινο χρώμα, σκληρές ταννίνες και αγριάδα στη γεύση. Συνήθως αναμιγνύεται με πιο μαλακά και στρογγυλά κρασιά, όπως το Κοτσιφάλι και το Λιάτικο. Τα τελευταία χρόνια η ανάμειξή του με την ποικιλία Syrah μας δίνει ένα πολύ ενδιαφέρον και πολύπλοκο κρασί.